ἐπανακαινίζων

ἐπανακαινίζων
ἐπανακαινίζω
renew
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έτασις — ἔτασις, ἡ (ΑΜ) [ετάζω] 1. εξέταση, έλεγχος («ἐπανακαινίζων ἐπ ἐμὲ τὴν ἤτασίν μου», ΠΔ) 2. δοκιμασία, ταλαιπωρία 3. η θεία κρίση («ἡμέραν ἀναστάσεως καὶ ἐτάσεως») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”